Όχι στο έγκλημα των εκτρώσεων

Νέα γυναίκα διηγείται με πόνο.

Έχω δύο κοριτσάκια, έξη και οκτώ χρονών. Έμεινα ξανά έγκυος και από τότε ξεκίνησε η μεγάλη γκρίνια με τον άντρα μου.

Να ρίξεις το παιδί. Δεν τα βγάζω πέρα με τρία παιδιά. Βλέπεις ότι βασανίζομαι να θρέψω τόσα στόματα. Έχουμε και τους γέρους. Δεν αντέχω άλλο….

Στην αρχή αντιστάθηκα. Άκουγα με φρίκη να με σπρώχνουν σε τέτοιο έγκλημα. Δυστυχώς με πίεζαν και τα πεθερικά. Ο άντρας μου έγινε πολύ σκληρός απέναντί μου, με απειλούσε με διαζύγιο. Απελπίστηκα και υποχώρησα αγανακτισμένη. Το κακό έγινε. Το παιδί ήταν αγόρι. Όλοι στενοχωρήθηκαν. Τιμωρία από το Θεό σκέφτηκα, μα ήταν πλέον αργά.

Πήγα στον Πνευματικό να εξομολογηθώ. Πέντε χρόνια μου είπε μακριά από την θεία κοινωνία με επιείκεια, γιατί το έκανες χωρίς την θέλησή σου.

Εγώ το δέχτηκα με υπομονή, όμως πονούσε η ψυχή μου όταν περιστασιακά κοινωνούσαν στο σπίτι οι αίτιοι του κακού, έστω από συνήθεια. Με πλήγωναν και τα κοριτσάκια μου, όταν με ρωτούσαν με αφέλεια. Μαμά εσύ δεν θα κοινωνήσεις;

Μια μέρα μου είπε η μεγαλύτερη. Μανούλα, ήθελα κι εγώ να έχω ένα αδελφούλη. Θα τον αγαπούσα πολύ.

Ένα πρωινό ξυπνώντας μου είπε. Μαμά, είδα στον ύπνο μου ένα αγοράκι. Μου είπε πως είναι ο αδελφούλης μου που αγαπώ. Μα πως δεν έχει μάτια να με δεί.

Με πήραν τα κλάματα, γιατί το ίδιο όνειρο έβλεπα κι εγώ. Ένα τυφλό αγοράκι έτρεχε να μ’ αγκαλιάσει, μα δεν μπορούσε, γιατί ήταν τυφλό. Σκέφτηκα, άχ παιδάκι μου! Εγώ σου έβγαλα τα ματάκια σου, γιατί δεν είχα δύναμη να φωνάξω: Όχι στο έγκλημα της έκτρωσης, που έκαμε δυστυχισμένο κι εσένα, μα πιο πολύ εμένα.