Ο Θεοφόρος Ιγνάτιος, ο Επίσκοπος της Αντιόχειας, ο οποίος έλαβε την ιεροσύνη από τα χέρια των Αγίων Αποστόλων, δια τύτ και ονομάστηκε Αποστολικός Πατέρας, ήταν εκείνος που γνωρίστηκε με τον Χριστό από βρέφος « από κούνιας », κατά τον θείον Απόστολο Παύλο.
Όταν ο Κύριος κάθισε στη ρίζα ενός δένδρου για να ξαποστάσει μετά από πολύωρη οδοιπορία, η φιλόστοργος και φιλόπονος μητέρα του Ιγνάτιου έφερε το βρέφος της, παρά τις αντιρρήσεις των Αποστόλων, στην αγκαλιά του Χριστού και το κάθισε στα Άγια του γόνατα. Η πρώτη συνάντηση και γνωριμία τους ήταν αυτή. Όταν τα γαλανά ματάκια του μικρού Ιγνάτιου αντίκρισαν το Άγιο πρόσωπο του Κυρίου, τότε εκείνο πλημμύρισε από θείο έρωτα και η καρδούλα του φλέχθηκε από θεία αγάπη.
Όσο μεγάλωνε, τίποτε άλλο δεν ποθούσε στην ζωή του από το να υπηρετήσει τον Χριστό αλλά και να μαρτυρήσει για την αγάπη του.
« Σίτος ειμί του Θεού, και δια οδόντων θηρίων αλήθομαι, ίνα καθαρός άρτος γένομαι » έλεγε χαρακτηριστικά.
Ο Ιγνάτιος, από νεαρής ηλικίας ακολούθησε πιστά τους Αγίους Αποστόλους και μαθήτευσε παρά τους πόδας των και εκείνοι βλέποντας την αφοσίωση και την αγάπη του και εκτιμώντας τα πλούσια και ποικίλα χαρίσματα του, τον χειροτόνησαν Επίσκοπο και ποιμένα της θεουπόλεως Αντιοχείας. Όταν ο Ιγνάτιος συνελήφθηκε από τους ειδωλολάτρες και καταδικάστηκε εις τον δια μαρτυρίου θάνατον, οδηγήθηκε εις το μεγάλο στάδιο της Ρώμης το λεγόμενο Κολοσσαίο, στο οποίο χιλιάδες μάρτυρες μαρτύρησαν για την αγάπη του Χριστού.
Όταν οι χριστιανοί της Ρώμης αντίκρισαν τον ταπεινό Επίσκοπο επί του σταδίου, προσπάθησαν με δωροδοκίες στους φρουρούς αλλά και άλλους τρόπους να τον απαλλάξουν από το μαρτύριο και να τον απελευθερώσουν. Όμως εκείνος τους ικέτευσε « όχι αδελφοί μου, μην πράξετε τούτο. Ποθώ διακαώς το μαρτύριο χάριν του Κυρίου Ιησού Χριστού, τον οποίο φέρω εντός μου». Η ικεσία του εισακούστηκε και το μαρτύριο πραγματοποιήθηκε στο ακέραιο.
Όταν άνοιξαν τα κλουβιά και βγήκαν από μέσα τα τρία πεινασμένα λιοντάρια, αμέσως τον κατασπάραξαν. Ξέσχισαν τις Άγιες σάρκες του και ο Επίσκοπος του Χριστού έγινε « βρώμα τοις θηρίοις», κατά την πίστη και τον πόθο της ψυχής του. Οι ειδωλολάτρες, που από ψηλά παρακολουθούσαν το θέαμα και διασκέδαζαν, έμειναν ικανοποιημένοι και χαρούμενοι, ενώ οι χριστιανοί οι οποίοι έτρεξαν για να περισυλλέξουν τα εναπομείναντα πτωχά αλλά τίμια λείψανα του μάρτυρα, εκεί αντίκρισαν κάτι το θαυμαστό, κάτι το πρωτόγνωρο. Η καρδιά του Αγίου ήταν χάμω ακέραιη, διότι δεν μπόρεσαν οι λέοντες να την αγγίξουν. Έσκυψαν με σεβασμό να την πάρουν στα χέρια τους και αντίκρισαν το θαμαστότερο. Επάνω στην αγία καρδούλα ήταν γραμμένο με γράμματα χρυσά «Χριστός, ο έρως της καρδιάς μου».
Αυτός ο γλυκός και θείος έρωτας στο όνομα του Χριστού, εμπόδισε τα λιοντάρια να την φάνε. Τόση ήταν η αγάπη του και η αφοσίωση του προς τον Κύριο, ώστε το όνομά Του, χαράχτηκε στην καρδιά του.
Έτσι κι εμείς αδέλφια μου, με την ίδια φλόγα και τον ίδιο ζήλο πρέπει να αγαπάμε τον Κύριο. Να του παρέχομε την ψυχή μας και το σώμα μας για να ζει μέσα μας, να κινείται και να λειτουργεί εντός μας. Εξάλλου η πρώτη και μεγαλύτερη εντολή του Θεού είναι το «Αγαπήσεις Κύριο τον Θεό σου εξ όλης της καρδίας σου, της ισχύος σου και της διανοίας σου και τον πλησίον σου ως εαυτόν σου». Εις την αγάπη του Θεού ευρίσκεται η αγάπη του πλησίον.
Όταν ρωτούσαν τους ερημίτες αβάδες και αμάδες ( πατέρες και μητέρες ) περί της αγάπης του Χριστού, οι μακάριοι εκείνοι απαντούσαν « η αγάπη του Θεού μας λιώνει και μας κατακαίει τις σάρκες αλλά και την ψυχή». Η Αγία Σοφία της Κλεισούρας, εκείνη η μεγάλη ασκήτισσα της Μακεδονίας φώναζε δυνατά με την χαρακτηριστική ποντιακή διάλεκτο της « κράουμε από αγάπη Χριστού», ο δε μακάριος ασκητής της αχανούς Ρωσίας Σεραφείμ του Σαρώφ, ο οποίος ανυπόδητος προσευχόμενος πατούσε το χιόνι κι εκείνο έλιωνε κάτω από τα πόδια του από αγάπη Θεού, όταν έβλεπε κάποιον ασκητή της ερήμου, ή κάποιον περαστικό τον καλωσόριζε και τον χαιρετούσε με τις λέξεις ,« Χριστός Ανέστη χαρά μου ».
Η αγάπη αρχίζει από τον Θεό, και επεκτείνεται προς όλους τους ανθρώπους και γενικά την φύση και την κτήση τα οποία ο ίδιος δημιουργός δημιούργησε.