Την παρακάτω διήγηση μας διηγείται ο αββάς Σωφρόνιος της Αιγύπτου.
Όταν κατέβηκα με τους τρεις μαθητές μου στην Αίγυπτο, στο σπίτι του Στέφανου του σοφιστή για μάθημα, ήταν τότε μεσημέρι. Έμενε δε πλησίον του ναού της Αγίας Θεοτόκου, τον οποίο έκτισε ο μακάριος πάπας Ευλόγιος, τον επονομαζόμενο της Δωροθέας. Μόλις λοιπόν χτυπήσαμε στο σπίτι του φιλόσοφου, βγήκε μια κόρη και μας είπε: «Κοιμάται, όμως περιμένετε λίγο». Τότε λέω στους μαθητές μου: « Πάμε στο τετράπυλο του ναού κι εκεί ας περιμένουμε, ο τόπος αυτός είναι πολύ σεβαστός στους Αλεξανδρινούς ».
Μόλις λοιπόν πήγαμε στον τόπο, δεν βρήκαμε κανένα, εκτός από τρεις τυφλούς, γιατί ήταν μεσημέρι. Πήγαμε τότε κοντά στους τυφλούς ήσυχα και σιωπηλά και καθήσαμε κρατώντας τα βιβλία μας. Συζητούσαν λοιπόν οι τυφλοί μεταξύ τους και λέει ο ένας στον άλλο: « Αλήθεια, εσύ πως έγινες τυφλός ;» Και αποκρίθηκε εκείνος και είπε. « Στα νιάτα μου ήμουν ναυτικός και καθώς πλέαμε έξω από την Αφρική, έπαθα ασθένεια των οφθαλμών και μη έχοντας πώς να θεραπευτώ, σκέπασαν τα μάτια μου τα λευκώματα και τυφλώθηκα ». Λέει και στον άλλο. «Εσύ πως έγινες τυφλός; Αποκρίθηκε κι εκείνος και είπε: « Ήμουν υαλουργός στην τέχνη κι έπεσε φωτιά στα μάτια μου και από τότε έχασα το φως μου». Λένε και στον άλλο εκείνοι. «Εσύ πως έγινες τυφλός; » Αυτός αποκρίθηκε: «Την αλήθεια σας λέω, όταν ήμουν νέος, μισούσα πολύ τον κόπο, δεν δούλευα καθόλου, ζούσα δε και άσωτα. Επειδή λοιπόν δεν είχα από πού να φάω, έκλεβα.
Μια μέρα, αφού είχα διαπράξει πολλά κακά, στεκόμουν στην αγορά και βλέπω έναν καλοντυμένο νεκρό να κηδεύεται. Ακολουθώ λοιπόν το ξόδι ( νεκρική πομπή ) για να δω που θα τον έθαβαν. Αυτοί ήρθαν πίσω από τον Άγιο Ιωάννη και τον έθαψαν σ’ ένα μνήμα και έφυγαν. Εγώ μόλις έφυγαν αυτοί, μπήκα στο μνήμα και τον ξέντυσα από ότι φορούσε αφήνοντάς του ένα σεντόνι μόνο. Μόλις λοιπόν βγήκα από το μνήμα, αφού τα πήρα όλα, η κακή μου προαίρεση μου λέει. Πάρε και το σεντόνι γιατί είναι καλό. Επέστρεψα λοιπόν ο ταλαίπωρος εγώ και καθώς του έβγαζα το σεντόνι αφήνοντάς τον γυμνό, σηκώνεται και κάθεται μπροστά μου , τεντώνει τα χέρια του προς εμένα και με τα δάχτυλά του μου έγδαρε το πρόσωπο και μου έβγαλε και τα δυό μου μάτια. Τότε εγώ ο άθλιος τα άφησα όλα και με πολύ αγωνία και πόνο βγήκα από το μνήμα. Να που σας είπα κι εγώ πως έγινα τυφλός».
Αφού ακούσαμε αυτά, γνέφω στους μαθητές μου κι αναχωρήσαμε απ’ αυτούς. Τότε μου είπαν οι μαθητές μου: « Πράγματι αββά ωφεληθήκαμε πολύ σήμερα, ας μη μάθουμε τίποτα άλλο». Ωφελιμένοι λοιπόν τα γράφουμε, για να ωφεληθείτε κι εσείς ακούγοντας αυτά. Γιατί είναι αληθινό ότι κανείς που κάνει το κακό, δεν ξεφεύγει από τα χέρια του Θεού του ζώντος.

