Ο ΖΗΤΙΑΝΟΣ

Σε κάποιο σημείο του δρόμου καθότανε ένας ζητιάνος και περίμενε από τους περαστικούς να τον βοηθήσουν. Κάποιος νέος που περνούσε καθημερινά από το μέρος αυτό, έδιδε στο ζητιάνο ένα δύευρω. Ο ζητιάνος με χαρά το έπαιρνε και ευγνωμονούσε το νέο. Μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα, ο νέος το δύευρω το έκαμε ευρώ. Ο ζητιάνος παραξενεύτηκε αλλά συνέχιζε να τον καλοτυχίζει και να τον ευγνωμονεί. Μετά παρέλευση πάλι  κάποιου διαστήματος, ο νέος το ευρώ το έκαμε μισό. Τότε ο ζητιάνος σκέφτηκε. Α! δε πάει άλλο, στο τέλος θα μου το κόψει τελείως, θα  τον σταματήσω και θα του ζητήσω το λόγο. Την επομένη το πρωί, ο ζητιάνος σταματά τον νέο και του λέει. Άκουσε παλληκάρι, γιατί ενώ μου έδινες δύο ευρώ τώρα μου το κατέβασες στο μισό ευρώ;  Ο νέος του ζητά συγνώμη και του εξηγεί. Έχω πάρα πολλά έξοδα, διότι παντρεύτηκα, έκαμα το πρώτο μου παιδί και τώρα η γυναίκα μου περιμένει το δεύτερο και …. Και ο ζητιάνος του απαντά σε αυστηρό ύφος. Και συγνώμη, με τα λεπτά μου θα κάμεις εσύ οικογένεια;

Αφήστε μια απάντηση