«…. Ότι ούκ αδυνατήσει παρά τω Θεώ παν ρήμα »

Θλίψη μεγάλη και οδύνη, είχε εγκατασταθεί στα βάθη της ψυχής  της Ελένης, μεσόκοπης γυναίκας πιστής και ευσεβούς. Η Ελένη δεν μπορούσε να πάει το πρωί της Κυριακής στην εκκλησία, όχι  επειδή  εμποδιζόταν από κάποια ασθένεια, αλλά λόγο του άντρα της ο οποίος  δήλωνε άθεος και μαζί με την δική του την άρνηση, αρνούνταν και στη γυναίκα του να συμμετέχει στην εκκλησία και σε κάθε ιερό. Της το είχε δηλώσει ξεκάθαρα.

Στο  μαγαζί του παπά δεν θα πατήσεις πόδι.  Αλίμονό σου αν  βρεθείς ποτέ εκεί. Το κατάλαβες;  Τέτοια αυταρχικότητα….  Δεν ήθελε όμως η ευλογημένη εκείνη γυναίκα να έρθει σε ρήξη μαζί του.  Ήταν βλέπεις απρόβλεπτος στην συμπεριφορά του.  Εξάλλου και ο πνευματικός της που κρυφά  καμιά φορά τον συναντούσε, η του μιλούσε στο τηλέφωνο, την είχε συμβουλεύσει έτσι να κάνει,  να μην σηκώνει επανάσταση, παρά να υπομένει και να προσεύχεται. « Αν μπορείς, της είχε πει  παρακολούθα τη θεία Λειτουργία από την τηλεόραση».

Αυτό δεν ήταν δύσκολο να το κάνει,  καθότι εκείνος το πρωί της Κυριακής ξυπνούσε αργά. Κοιμόταν ώρες ολόκληρες, για να ξεκουραστεί  όπως έλεγε  από το τρέξιμο όλης της εβδομάδας. Εύρισκε λοιπόν την ευκαιρία η καλή αυτή ψυχή να βάζει την τηλεόραση κι από κει να παρακολουθεί την τέλεση της θείας Λειτουργίας. Και όχι απλώς παρακολουθούσε. Ήταν τέτοια η προσήλωσή της , η ευλάβεια και ο τρόπος που συμμετείχε στα τελούμενα, που λίγοι μέσα στο ναό θα είχαν τόση βαθιά συμμετοχή. Η κατάνυξη της γινόταν μεγαλύτερη κατά την ώρα της φρικτής μεταβολής των θείων Δώρων και ο πόθος της και λαχτάρα της κορυφωνόταν όταν έβλεπε τον ιερέα να βγαίνει και να  αναφωνεί « μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε ». Εκεί έπασχε και ένιωθε την καρδιά της να πληγώνεται που δεν μπορούσε να κοινωνήσει. Πολλές φορές την ώρα εκείνη της ερχόταν να ανοίξει το στόμα της και πολλές φορές το έκανε…

Πέρασε καιρός. Κάποια μέρα της τηλεφώνησε μια φίλη της, ευσεβής κυρία, ότι στο σπίτι της φιλοξενείτο ένας άγιος Γέροντας, που είχε έρθει από το Άγιον Όρος στην πόλη για προσωπικές του υποθέσεις.   –  Θέλεις, Ελένη, να ρθεις κάποια στιγμή  να πάρεις την ευλογία του;

Το ρωτάς Αγγελική; Μόνο, πως θα ξεφύγω από τον άνδρα μου; Θα ξεσηκώσει το σπίτι αν το μάθει. Καλά, θα δω τι μπορώ να κάνω. Τα βόλεψε η γυναίκα, κατάφερε της μεθόδευση της επισκέψεως της έτσι, ώστε να μην πάρει είδηση ο σύζυγος.

Έφθασε στο σπίτι της Αγγελικής και κτύπησε το κουδούνι. Εκείνη άνοιξε και η Ελένη βρέθηκε μπροστά στον Αγιορείτη  Γέροντα. – Καλώς την Ελένη, είπε εκείνος χωρίς να γνωρίζει το όνομά της. Εντυπωσιάστηκε που τον άκουσε να λέει το όνομά της, αλλ’ αμέσως σκέφτηκε ότι ενδεχομένως η φίλη  της να το είχε πει στον Γέροντα. Έκανε να πλησιάσει, να  φιλήσει το χέρι του.        –Καλώς  την Ελένη που κοινωνεί κάθε Κυριακή. Την ευχής σας,  Γέροντα. Μακάρι να μπορούσα να κοινωνούσα έστω μια φορά.               – Κάθε Κυριακή κοινωνείς Ελένη. Το βλέπω…. Όχι Γέροντα, δεν μπορώ να κοινωνήσω γιατί δεν με αφήνει ο άνδρας μου να πάω στην εκκλησία. – Και τι κάνεις τις Κυριακές;  Παρακολουθώ τη θεία Λειτουργία από την τηλεόραση.                                                                                                               – Στο « Μετά φόβου» τι κάνεις; Ανοίγω το στόμα μου Γέροντα, και δάκρυσε. Να το!  Είδες που κοινωνείς;  Μα φαίνεται ότι κοινωνείς. Φαίνεται στο πρόσωπό σου,  Ελένη ! Ο Θεός που βλέπει τον πόθο της καρδιάς σου, σου παρέχει την χάρη Του και στέλνει τον Άγγελό Του και σε κοινωνεί, χωρίς εσύ να τον βλέπεις. Ρίγος διαπέρασε τη γυναίκα. Τι ήταν αυτό που άκουγε; Δάκρυα  πλημμύρισαν τα μάτια της και έμεινε άναυδη, αποσβολωμένη…             – Ο Γέροντας συνέχισε να μιλάει. Είπε διάφορα λόγια ωραία, εποικοδομητικά και αργότερα η γυναίκα έφυγε. Έφυγε και καθ’ όλη την πορεία προς το σπίτι της τα μάτια της έτρεχαν. Τι ήταν αυτό που άκουσε σήμερα;  Αλήθεια σκέφτηκε,  « ότι ουκ αδυνατήσει παρά τω Θεώ παν ρήμα »..

Αφήστε μια απάντηση