Ο Ερημίτης Αββάς Νικηφόρος, περίφημος για την αρετή του και ξακουστός σαν έμπειρος πνευματικός του Αγίου Όρους, μαζί με τα πνευματικά του παιδιά επιδίδονταν στην νοερή προσευχή και καθ’ ομολογία επρόκειτο για πολύ προοδευμένο άνθρωπο στην αρετή και την πνευματική κατάσταση.
Όπως όμως αποδείχτηκε εκ των υστέρων είχε εισχωρήσει, στον ακάματο αυτόν εργάτη της αρετής, κάποια σοβαρή και φοβερή πλάνη, την οποία πολύ πιθανόν και ο ίδιος να μην την είχε αντιληφθεί ή να τη θεωρούσε για αρετή και δεν την εξομολογήθηκε σε κανένα έμπειρο πνευματικό. Ίσως να είχε εισχωρήσει στο μυαλό του και καμιά λεπτή ιδέα ότι από την αρετή του, τούδωσε ο Θεός το χάρισμα να υποτάσσει τα θηρία.
Ο Αββάς Νικηφόρος μαζί με το πλήθος των εξομολογουμένων Μοναχών, είχε συνάψει φιλία με ένα μεγάλο φίδι, το οποίο σχεδόν κάθε μέρα κατέβαινε από το δάσος και τον επισκεπτόταν. Εκείνος το δεχόταν με χαρά, το έβαζε στα πόδια του, στην ποδιά του και το έπαιρνε αγκαλιά. Το χάιδευε στο κεφάλι, του έδινε και έτρωγε φαγητό και για πολύ καιρό είχαν μεγάλη φιλία. Το φίδι αυτό πήγαινε στον γέρο ερημίτη, πάντοτε όταν δεν ήταν κανείς άλλος εκεί κοντά, έτρωγε το φαγητό του, έκανε χαρές στον Αββά φίλο του και έφευγε πάλι στο δάσος.
Μια μέρα όμως, ένα από τα πνευματικοπαίδια του ο αδελφός Γεράσιμος που πήγε να δει τον γέροντα, τον βρήκε πολύ ανήσυχο, να βηματίζει νευρικά έξω από το ασκητήριό του. Τότε με ταπείνωση και πολύ σεβασμό ρώτησε τον Αββά και του λέει. Αββά τι έχεις; Τι σου συμβαίνει και φαίνεσαι στενοχωρημένος και πολύ ανήσυχος; Εκείνος του είπε ότι δεν μου συμβαίνει τίποτε το ιδιαίτερο, απλώς κάποιον περίμενα να έλθει και δεν ήλθε και δεν μπορώ να καταλάβω τι του συμβαίνει. Εν τω μεταξύ ο ήλιος σχεδόν είχε βασιλέψει και έπαιρνε να βραδιάσει, όταν άκουσαν κάποιο θορυβώδες σύρσιμο και βλέπουν το μεγάλο εκείνο φίδι που έμοιαζε σαν δράκος να έρχεται κατ’ αυτούς.
Ο Αββάς, μόλις το είδε χάρηκε πολύ και είπε στον μοναχό Γεράσιμο. Μη φοβάσαι αδελφέ, είναι ένα από τα καλογεροπαίδια μου και θα δεις που θα το μαλώσω, γιατί άργησε να έρθει στον γέροντά του. Ο μοναχός Γεράσιμος τρόμαξε τόσο που πιάστηκε η αναπνοή του και κόπηκε η μιλιά του. Τότε βλέπει το φίδι να πλησιάζει τον Αββά, να ανεβαίνει στην ποδιά του και να γλύφει με την γλώσσα του τα χέρια του, που ήταν κόκκινη και έμοιαζε με φωτιά. Ο γέρο Νικηφόρος, κτύπησε ελαφρά με το χέρι του σαν χάδι το κεφάλι του φιδιού φίλου του και με θυμό τάχα του είπε. « Που ήσουνα παλιόπαιδο, γιατί άργησες νάρθεις και είχα μεγάλη αγωνία μην έπαθες τίποτα;» Τότε βλέπει ο μοναχός Γεράσιμος, το φίδι να σηκώνεται ψηλά, να φτάνει το κεφάλι του απέναντι στο πρόσωπο του Αββά Νικηφόρου και να κάνει ένα παρατεταμένο χού ου ου και με το φύσημα αυτό να πέφτει ο Αββάς και να παραδίνει την ψυχή του.
Μόλις είδε αυτά, ο μοναχός Γεράσιμος, πήγε τρέχοντας στο μοναστήρι του και διηγήθηκε το γεγονός που είδε και έζησε στο ηγούμενο και τους πατέρες. Εκείνοι τρέξανε αμέσως και βρήκαν τον γέρο Νικηφόρο νεκρό, με αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, προφανώς από τον τρόμο που δοκίμασε από την απροσδόκητη μεταβολή του φίλου του, σε θανάσιμο εχθρό. Οι Πατέρες λυπήθηκαν πολύ για την ξαφνική συμφορά που βρήκε τον ερημίτη Αββά, τον πήραν στο μοναστήρι και τον έθαψαν κατά τα διατεταγμένα στο κοινό κοιμητήρι με τους άλλους μοναχούς, ενώ έντονα συζητούσαν και αμφέβαλαν για την ψυχική του σωτηρία.
Τότε ο ηγούμενος, κάλεσε σε σύναξη τους πατέρες της μονή και τους δίδαξε. « Παιδιά μου, τα φίδια αντιπροσωπεύουν τον εχθρό του καλού και είναι όργανα του σατανά, γι’ αυτό, αυτά κάνουν υπακοή μόνον στους αοιδούς, στους γόητες και στους μάγους, οι οποίοι με διάφορα σατανικά μέσα, τα υποτάσσουν με τις μαγείες τους. Μακριά λοιπόν από τη φιλία με τα φίδια, διότι πάντοτε ο άνθρωπος από την φιλία αυτή θα βγει ζημιωμένος.»