Χρειάστηκε κάποτε η κόρη να μεταφέρει την γερόντισσα μητέρα της στην πόλη, σε εξειδικευμένο ιατρικό κέντρο για εξετάσεις και παρακολούθηση. Έβαλε λοιπόν την μητέρα της στο αυτοκίνητο το οποίο οδηγούσε η ίδια, αλλά επειδή δεν γνώριζε την πόλη και το σημείο άφιξης χρησιμοποίησε το τσιμπιές για να την κατευθύνει.
« Μάνα δεν θα μιλάς, γιατί κάποια κοπελιά θα μας κατευθύνει και θα μας εξηγεί την διαδρομή ». « Και πούντινε μωρέ παιδί μου την κοπελιά»;
Σαν εξεκίνησαν, η γιαγιά με πολύ μεγάλη απορία άκουγε πραγματικά την φωνή της κοπέλας που συνέχεια έλεγε. « Στρίψε αριστερά, προχώρα και στα τριακόσια μέτρα κάνε δεξιά. Από το πρώτη πάροδο στρίψε αριστερά, προχώρα και στρίψε πάλι αριστερά ».
Αυτά επαναλάμβανε η γυναικεία εκείνη φωνή, μέχρι που έφθασαν στον προορισμό τους. « Φθάσατε, κατέβετε ». Ήταν οι τελευταίες λέξεις της φωνής αυτής. Μόλις κατέβησαν από το αυτοκίνητο η γιαγιά είπε με παράπονο στην κόρη της. «Θωρείς μωρέ παιδί μου πως αφρουνκάζουσουνε αυτής τσι κοπελιάς και ότι σούλεγε τόκανες, εμένα ποτέ δεν μου αφρουνκάστηκες ».