Μια φτωχή και πολύτεκνη μητέρα πήγε στο παντοπωλείο ν’ αγοράσει, με πίστωση, τρόφιμα για τα Χριστούγεννα. Ο παντοπώλης την ρώτησε πόσα χρήματα έχει μαζί της, κι εκείνη του απάντησε ότι ο σύζυγός μου και ο γιός μου σκοτώθηκαν στον πόλεμο, έχει πέντε παιδάκια και χωρίς κανένα πόρο ζωής. « Ειλικρινά, το μόνο που έχω αυτή τη στιγμή μαζί μου, είναι ένα χαρτάκι στο οποίο το άρρωστο κοριτσάκι μου έγραψε μια προσευχή…»
Ο παντοπώλης, ψυχρός και αδιάφορος, της είπε ότι εδώ είναι παντοπωλείο και όχι φιλανθρωπικό κατάστημα. Πειράζοντας όμως τη γυναίκα και αστειευόμενος πήρε το χαρτάκι και το έβαλε στο ένα μάτι της ζυγαριάς, λέγοντας ειρωνικά και αλαζονικά. Να δούμε πόσα τρόφιμα ζυγίζει η προσευχή της κορούλας σου… Τοποθέτησε στο άλλο μάτι της ζυγαριάς μια φέτα ψωμί, αλλά δεν υποχωρούσε και δεν κατέβαινε. Εν συνεχεία μισό ψωμί, ένα ψωμί, δύο, τρία, πέντε και άλλα τρόφιμα πιο βαριά, και υπερνικούσε πάντοτε το βάρος του χαρτιού.
Ανησύχησε ο παντοπώλης, για την ιδιαίτερη βαρύτητα του χαρτιού, κατελήφθη από κάποιο δέος και γεμάτος με παράξενα συναισθήματα μετανοίας και αμηχανίας, είπε στη γυναίκα. Πάρε αυτό το σακί, γέμισέ το δωρεάν με τρόφιμα και πήγαινε στην οικογένειά σου και καλά Χριστούγεννα.
Όταν έφυγε η γυναίκα, ο παντοπώλης πήρε το χαρτάκι και διάβασε τι έγραφε, «Κύριε, τον άρτον ημών τον επιούσιον δός ημίν σήμερον…» Αυτό ήτο το βάρος της προσευχής.