Η πάνσεπτος και αγία εικόνα της Θεοτόκου, της λεγομένης Προυσιώτισσας, αποκαλύφθηκε θαυμαστώς σε κυριολεκτικά απομονωμένο και δυσπρόσιτο σημείο της ευρυτανικής γης.
Σύμφωνα με την παράδοση, η ιερή εικόνα είναι μια από εκείνες που ιστόρισε ο Ευγγελιστής Λουκάς και σίγουρα η ιστορία της συνδέεται με το Βυζαντινό κράτος και την εικονομαχία. Στα χρόνια του εικονομάχου αυτοκράτορος Θεόφιλου (829- 842) ο οποίος διέταξε την καταστροφή των εικόνων, κάποιος ευσεβής και φιλόθεος νέος από την Προύσα, άρπαξε κυριολεκτικά την εικόνα της Παναγίας από την εκκλησία της πόλης και έφυγε, με σκοπό να έρθει στην Ελλάδα για να την σώσει. Όταν έφθασε στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης, χωρίς να καταλάβει πως, έχασε την πολύτιμη εικόνα.
Χωρίς να παύσει ποτέ να σκέπτεται και να στενοχωριέται για την απώλεια αυτού του θησαυρού, η χάρης της Θεοτόκου του φανέρωσε που αναπαυόταν η χαμένη εικόνα του. Κάποιο τσοπανόπουλο, ενώ έβοσκε τα γίδια του πατέρα του, άκουσε ένα βράδυ γλυκιές μελωδίες να έρχονται από το βάθος μιας σπηλιάς, ενώ ξεπηδούσε από μέσα μια φωτεινή στήλη που υψωνόταν προς τον ουρανό. Με θαυμασμό, αλλά και με φόβο, ανέφερε το γεγονός στον πατέρα του, ο οποίος, αφού και ο ίδιος έγινε αυτόπτης της φωτεινής στήλης και αυτήκοος των μελωδιών, ενημέρωσε τους συγχωριανούς του. Αρκετοί από τους χωριανούς αυτούς πήγαν στη σπηλιά και βρήκαν την εικόνα της Θεοτόκου. Την έβαλαν σε πρόχειρο εικονοστάσι, τοποθέτησαν καντήλι και άναβαν κεριά στην χάρη της.
Το εξαίσιο αυτό γεγονός, γρήγορα έκανε, ως είδηση, το γύρο της περιοχής και πέραν αυτής. Κάποια μέρα, ο νέος από την Προύσα, ο οποίος ζούσε στην Υπάτη της Φθιώτιδας, χωρίς να γνωρίζει ότι επρόκειτο για την χαμένη εικόνα του, έμαθε το γεγονός της ευρέσεως και πήγε να την προσκυνήσει. Πόση όμως ήταν η έκπληξη και χαρά του, όταν διαπίστωσε ότι ήταν η δική του χαμένη εικόνα της Παναγίας! Τότε φιλοδώρησε τους βοσκούς και την πήρε μαζί του, για να την μεταφέρει στον τόπο κατοικίας του. Σε κάποιο όμως ύψωμα, κάθισαν με τη συνοδεία του να ξαποστάσουν, βάζοντας την εικόνα σε κάποιο μικρό εκκλησάκι που υπήρχε εκεί . Όταν θέλησαν να συνεχίσουν την πορεία τους και μπήκαν στο ναό, διαπίστωσαν πως η εικόνα έλειπε από τη θέση της. Υπέθεσαν ότι οι βοσκοί μετανιωμένοι, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί την πήραν πίσω και έτρεξαν να γυρίσουν να την ξαναβρούν. Τότε ακούσθηκε φωνή εξ ουρανού να λέγει. « αφήσετέ με εδώ, εδώ καλύτερα αναπαύομαι ανάμεσα στους στενούς και άγριους αυτούς τόπους, με ανθρώπους χωρικούς και βοσκούς, παρά με αιρεσιάρχες πολιτικούς…
Αν θέλεις να μείνεις μαζί μου, έλα εκεί που με βρήκες ».
Ο πλούσιος εκείνος νέος ακούγοντας την ουράνια φωνή, άφησε ελεύθερους τους συνοδούς του, απαρνήθηκε τα εγκόσμια και με ένα ακόμη επέστρεψαν στη σπηλιά. Εκεί βρήκαν την ιερή εικόνα, έγιναν και οι δυο μοναχοί με τα ονόματα ( Διονύσιος και Τιμόθεος) έκτισαν κελιά και έμειναν για πάντα εκεί. Αργότερα, σ’ αυτό το δύσβατο μέρος και τις απολήξεις δυο βουνών, κτίσθηκε και αναπτύχθηκε το ιστορικό Μοναστήρι της Προυσιώτισσας, κρατώντας στα σπλάχνα του ως τον μέγιστο πολύτιμο θησαυρό. την θαυματουργή Εικόνα της Θεομήτορος.