Κάποτε πήγε μια γριά γυναίκα να εξομολογηθεί τα κρίματά της στον τότε πατέρα, νύν δε Άγιο Ιάκωβο τον Τσαλίκη. Εκείνος την άκουσε με προσοχή και της έβαλε κανόνα, να απέχει τρία χρόνια από την θεία κοινωνία. Ο ιερέας του χωριού που την έχασε από την θεία κοινωνία, την ρώτησε που οφείλεται η αποχή της.
« Πήγα στον πατέρα Ιάκωβο και εξομολογήθηκα και με απαγόρευσε να κοινωνήσω τρία χρόνια». «Σώπα καλέ, τόσα μεγάλα εγκλήματα διέπραξες, τι νομίζει ότι είναι, αλλά και σύ σ’ αυτόν τον αγράμματο καλόγερο βρήκες να πάς; Έλα να κοινωνήσεις και άσε τα παραμύθια ». Καλή και φρόνιμη η γριούλα παράκουσε του πνευματικού της και πήγε και κοινώνησε. Όμως στο τέλος της θείας Λειτουργίας περίμενε τον ιερέα και του είπε. « Πάτερ, εσύ μου είπες να κοινωνήσω και όμως με κορόιδεψες και δεν μου έδωσες θεία κοινωνία, η λαβίδα ήταν καινή». «Όχι ευλογημένη, εγώ σε κοινώνησα κανονικά, εγώ όμως δεν ξέρω τι αισθάνθηκες εσύ».
Τότε η γριά κατάλαβε το λάθος της, έτρεξε πάλι στον πνευματικό της τον πατέρα Ιάκωβο και του εξέθεσε το γεγονός. Εκείνος με πολλή αγάπη της είπε. «Παιδί μου, ο κανόνας αυτός δεν λύνεται από κανένα, γιατί είναι το φάρμακο για τις πληγές της ψυχής σου. Σε παρακαλώ κάνε τον κανόνα σου και τότε θα κοινωνήσεις το Δεσποτικό Σώμα Και Αίμα αξίως, θα ωφεληθείς πολύ και θα ζεις χαρούμενη την ζωή σου.