Κάποιος ιερέας, κατά την θεία Λειτουργία βγήκε στον άμβωνα να μιλήσει στο εκκλησίασμα και να εξηγήσει την ιστορία του προφήτη Ιωνά, την περιπέτειά του, καθώς και την παραμονή του εις την κοιλιά ενός κύτους (τεράστιου ψαριού), τρείς μέρες και τρείς νύκτες, κατά την διήγηση της προφητείας (Ιωνά το ανάγνωσμα). Μέσα στο εκκλησίασμα και ακριβώς απέναντί του ήταν ένας νεαρός άνδρας ο οποίος έκανε μορφασμούς στο πρόσωπό του λόγο ενός τίκ που τον ταλαιπωρούσε.
Ξεκίνησε λοιπόν ο παπάς να λέει. «Αγαπητοί μου αδελφοί, ακούσατε όλοι την ωραία προφητεία του Ιωνά, που μέσα στις άλλες περιπέτειές του για να εκτελέσει την αποστολή του Θεού, τον κατάπιε ένα τεράστιο ψάρι που ίσως να ήταν έξη ή εφτά μέτρα». Την ώρα όμως αυτή παίρνει το μάτι του τον άνδρα με το τίκ και ο ιερέας νόμισε ότι ο νέος δεν συμφωνεί με το μέγεθος του ψαριού γ’αυτό έκαμε γκριμάτσα και σκέφτηκε να το ανασκευάσει.
« Λοιπόν, αγαπητοί μου χριστιανοί, μπορεί να μην ήταν έξη ή εφτά μέτρα το ψάρι, αλλά οπωσδήποτε θα ήταν τέσσερα». Πάλι το απέναντί του παιδί ξανακάνει ένα μορφασμό και ο παπάς σκέπτεται, πω πω λάθος κάνω, πρέπει ακόμα να μικράνω το μέγεθος του ψαριού. « Αγαπητοί χριστιανοί, ο λόγος το λέει ότι ήταν τέσσερα μέτρα, αλλά μπορεί να ήταν και μόνο δύο. Ξανά ο νέος χωρίς να το θέλει επανέλαβε την συνηθισμένη του κίνηση και ο παπάς μίκρανε το μέγεθος, κατά ένα μέτρο ακόμα. «Τελικά αδελφοί μου ένα μέτρο θα ήταν το ψάρι», αλλά όταν επανέλαβε ο νέος το ίδιο, ο παπάς πειράχτηκε, νευρίασε και με αυστηρότητα του λέει. «Άκου να δεις εσύ εκεί πέρα, που δεν σου αρέσουν αυτά που λέω, ψάρι κατάπιε των Ιωνά και μη μου πεις ότι ήτανε σαρδέλα».