Κάποιος γεωργός στα χρόνια της τουρκοκρατίας, έκανε ανακομιδή των λειψάνων του αδελφού του. Ανοίγοντας τον τάφο τον βρήκε αδιάλυτο και τυμπανιαίο. Το μυαλό του αμέσως πήγε σε ένα γεγονός, όταν ακόμα ο αδελφός του ήταν εν ζωή. Είχε έρθει σε ρήξη με κάποιον Αρχιερέα και μάλιστα τον εξύβρισε. Τότε ο Αρχιερέας τον καταράστηκε.
Από τότε πέρασαν αρκετά χρόνια και στο μεταξύ ο Αρχιερέας λόγο αφόρητων πιέσεων από τους Τούρκους, πέταξε τα ράσα, έφυγε από την ορθοδοξία και ασπάστηκε τον ισλαμισμό. Ο γεωργός όμως τον αναζήτησε και όταν τον βρήκε με τούρκικο φέσι πλέων, του εξιστόρησε όλο το περιστατικό. Εκείνος το θυμήθηκε, αλλά αρνήθηκε να διαβάσει ευχή στον τάφο του αδελφού του, μιάς και ήταν πια ισλαμιστής.
Ο αδελφός τότε έπεσε στα πόδια του και τον εκλιπαρούσε μετά δακρύων. Μετά από πολύ ώρα, ο Αρχιερέας Τούρκος πείστηκε και ζήτησε να βρει κρυφά πετραχήλι, γιατί αν ακουόταν αυτό θα τους έκοβαν και τους δυο οι Τούρκοι. Ο γεωργός βρήκε πετραχήλι από κάποιον Ναό και δώσανε ραντεβού νύχτα, μεσάνυχτα στο κοιμητήριο για να διαβάσει την ευχή.
Πράγματι, ο αρνητής Αρχιερέας διάβασε στο λείψανο την συγχωρητική ευχή, ο πεθαμένος από χρόνια αδελφός λύθηκε και έμεινε χώμα και κόκαλα. Όταν είδε αυτό ο τουρκέψας Αρχιερέας, στρέφει το βλέμμα του προς τον ουρανό και φωνάζει. Χριστέ και Κύριέ μου, ακόμα με ανέχεσαι, ακόμα ακούς τις ευχές και προσευχές μου. Αυτό το γεγονός έγινε αιτία, να επιστρέψει ο Αρχιερέας στην ορθόδοξη πίστη και μάλιστα να μαρτυρήσει για την αγάπη του στον Χριστό, αφού πέταξε το φέσι στον Αγά και εκείνος του έκοψε το κεφάλι.