Ο Μέγας αναχωρητής Αββάς Σισίννιος διηγείται για την παγίδα που του έστησε ο πονηρός, ως εξής. « Όταν ήμουν στο σπήλαιό μου κοντά στον Ιορδάνη και καθώς έψαλλα την Τρίτη ώρα, αντιλήφτηκα κάποιος να μπαίνει στη σπηλιά. Όταν στράφηκα προς την είσοδο, είδα κάποια γυναίκα. Στάθηκε λοιπόν μπροστά μου, έβγαλε τα ρούχα της και γυμνώθηκε εντελώς.
Εγώ δεν ταράχτηκα καθόλου, αλλά, αφού έκαμα τον κανόνα μου με πολλή ησυχία και φόβο Θεού, όταν τον τελείωσα, τότε την ρωτώ. Κάθισε να σου μιλήσω και τότε κάνω ότι θέλεις». Αυτή λοιπόν κάθισε και εγώ της λέω. « Χριστιανή είσαι ή ειδωλολάτρισσα;» Εκείνη μου είπε «Χριστιανή». «Και δεν ξέρεις σε ποιο μέρος πηγαίνουν εκείνοι που πορνεύουν, της ξανάλεω»; Εκείνη τότε μου είπε.« Ναι , ξέρω ». Και γιατί θέλεις να πορνεύσεις; « Γιατί πεινώ», μου αποκρίθηκε εκείνη.
Μόλις άκουσα αυτό, λυπήθηκα και πληγώθηκα πολύ και της είπα. « Παρακαλώ σε, μην πορνεύσεις και να έρχεσαι κάθε μέρα να σου δίνω απ’ εκείνη την τροφή που οικονομεί και σε μένα ο Θεός ». Η φτωχιά γυναίκα από τότε έμεινε σώφρων και κάθε μέρα ερχόταν και τις έδινα τροφή, μέχρι που αναχώρησα από τους τόπους εκείνους.