ΟΙ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΙ

 

Κάποιο ζευγάρι ηλικιωμένων, άνοιξαν μακάβρια συζήτηση ένα βράδι για τα τελευταία τους. Μωρέ γυναίκα, γεράσαμε και φοβούμαι πως θα πρωτοφύγω εγώ.

Όει άντρα μου, εγώ θέλω να πρωτοπάω, μη με αφήσει ο Θεός εμένα τελευταία. Δεν μπορώ να ζήσω δίχως σου, έλεγε η γιαγιά. Αν απομείνω μωρέ εγώ ποιος θα με κοιτάξει, συμπλήρωνε ο παππούς, γι’ αυτό καλύτερα να πρωτοφύγω.

Τέλος πάντων, άσε και θα δούμε είπε και έφυγε για το καφενείο.

Όταν στο καφενείο έψαξε τα τσιγάρα του, δεν τα βρήκε και επέστρεψε στο σπίτι για να τα πάρει. Στο κτύπημα της πόρτας του σπιτιού του, η γιαγιά από μέσα ερωτά. Ποιος είναι; Ο χάρος απάντησε αυτός. Παναγία μου! Ο χάρος είσαι, μόλις έφυγε για το καφενείο, μόνο πήγαινε!

Αφήστε μια απάντηση