Είχε μόλις τελειώσει η κυριακάτικη θεία Λειτουργία και ενώ οι περισσότεροι του εκκλησιάσματος είχαν μπει στην παρακείμενη του ναού ενοριακή αίθουσα για τον Κυριακάτικο καφέ τους όπως συνηθίζεται, ο ιερέας της Ενορίας, με τους επιτρόπους και λίγους ακόμα ευρίσκοντο στο Ναό, βλέπουν μια τετραμελή άγνωστη γ’ αυτούς οικογένεια, παππού, γιαγιά, πατέρα και μητέρα να μπαίνουν μέσα με δάκρυα στα μάτια και αναφιλητά. Όλοι απορήσαμε, αλλά γρήγορα καταλάβαμε ότι πρόκειται περί ανθρώπων πονεμένων και πληγωμένων από την ζωή.
Μετά που άφησαν το κέρινο ομοίωμα μικρού παιδιού, αλλά και την ελπίδα τους πάνω στην παλαιά και θαυματουργή εικόνα του Αγίου Σπυρίδωνος, μας αποκάλυψαν ότι έρχονται από το Ηράκλειο κατόπιν υποδείξεως του Αγίου, καθώς παρουσιάστηκε στον πατέρα και του είπε. « Είμαι ο Άγιος Σπυρίδωνας και σε παρακαλώ να έλθετε στην Κίσαμο, στο Ναό μου, εκεί θα με βρείτε κι εγώ θα σας ευλογήσω με το δεξί μου χέρι, ( στο Ναό υπάρχει απότμημα ιερού λειψάνου εκ της δεξιάς χειρός του Αγίου) και θα αναλάβω την θεραπεία της κόρης σας ». Τότε ο παππούς είπε στο ιερέα. Το κοριτσάκι μας παππούλη, βρίσκεται σε σοβαρή κατάσταση στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο Ηρακλείου, αλλά εμείς ήρθαμε εδώ εκτελώντας την εντολή του Αγίου διότι είμαστε πεπεισμένοι ότι θα το θεραπεύσει και θα το κάνει εντελώς καλά.
Μετά που οι πληγωμένοι αυτοί αδελφοί μας ηρέμησαν λίγο, τους κεράσαμε καφέ και όλοι τους παρηγορήσαμε, ότι, με την χάρη του Θεού μας και την πρεσβεία του μεγάλου Αγίου μας το παιδί τους θα γίνει καλά.
Αφού ευχαρίστησαν τον Άγιο Σπυρίδωνα και όλους μας, φεύγοντας του είπαν. Άγιε του Θεού, αξίωσε μας να ξαναέρθομε στο σπίτι σου, όμως τότε μαζί με το υγειές μωρό μας.
Όλοι εμείς που ζήσαμε το περιστατικό, το ευχόμαστε και προσευχόμαστε γ’ αυτό, δοξάζοντας τον Θεό και τον θεράποντα αυτού Άγιο Σπυρίδωνα τον θαυματουργό.