Κάποια γυναίκα φτωχιά και πολύτεκνη επισκεπτόταν πολύ συχνά το γυναικείο Μοναστήρι του Χριστού, το οποίο βρισκόταν κοντά της και εκτελούσε διάφορες εργασίες που οι μοναχές τις ανάθεταν. Κάποια μέρα ο Γέροντας του Μοναστηριού, που ήταν ο τότε πάτερ Αρσένιος, σήμερα Όσιος Αρσένιος ο εν Πάρω, βλέποντας την γυναίκα και γνωρίζοντας την προσφορά της, της λέει. «Παιδί μου, εδώ που έρχεσαι και εργάζεσαι σου δίνουν οι αδελφές κάτι, σε πληρώνουν; »
«Όχι απάντησε εκείνη, δεν έχουν χρήματα, αλλά μου δίνουν ψωμί, καφέ, ζάχαρη και άλλα είδη».
«Απ’ αυτά τα είδη που σου δίνουν παιδί μου, δίνεις σε κανένα φτωχό όταν σου ζητήσει, ή τύχει να συναντήσεις κάποιον στο δρόμο»;
« Όχι γέροντα, δε μου ζητούν διότι γνωρίζουν ότι είμαι φτωχή, αλλ’ ούτε στο δρόμο δεν συνάντησα κανέναν ».
«Άκουσε παιδί μου, εάν θέλεις ο Χριστός να ευλογεί εσένα και τα παιδιά σου, από τα λίγα τρόφιμα που σου δίνουν, όταν συναντήσεις κάποιο φτωχό πεινασμένο να του δίνεις, ή όταν γνωρίζεις κανένα που έχει ανάγκη, ή καμιά χήρα ή ορφανό να πεινούν, μην περιμένεις να σου ζητήσουν. Δίδε με ευχαρίστηση και να πιστεύεις ότι ο Χριστός αοράτως θα ευλογεί τα λίγα υπάρχοντά σου και δεν θα πεινάσεις, ούτε θα στερηθείς τίποτα μέχρι τέλους της ζωή σου.
« Ευχαρίστως Γέροντα, σε ότι μου είπες θα κάνω υπακοή». Αφού έβαλλε μετάνοια και ασπάστηκε το χέρι του Γέροντα, έφυγε από το Μοναστήρι χαρούμενη. Κρατούσε 8 ψωμιά τα οποία τις είχαν δώσει από την Μονή και λίγα τρόφιμα. Μόλις απομακρύνθηκε έως 500 μέτρα, συναντά κάποιο γέροντα Δημήτριο, ο οποίος της ζήτησε λίγο ψωμί, γιατί είχε να φάει από την προηγούμενη μέρα. Η Ελένη, έτσι ήταν το όνομά της, έβγαλε αμέσως ένα ψωμί από το ταγάρι της και το έδωσε με πολύ προθυμία στον Δημήτρη.
Όταν προχώρησε άλλα 500 περίπου μέτρα, βλέπει μια σύζυγο ψαρά που μάζευε χόρτα, αφού ο σύζυγός της είχε 4 ημέρες να πιάσει ψάρια, όπως είπε στην Ελένη. Τότε εκείνη έβγαλε από το ταγάρι της 2 ψωμιά και της τα έδωσε. – Πλησιάζοντας στο χωριό της, βλέπει ένα τετράχρονο αγόρι, να κλαίει στην πόρτα των, επειδή πεινούσε και η μάνα του δεν είχε να του δώσει ψωμί, αλλά βλέπει την μάνα μέσα στο σπίτι της με σταυρωμένα τα χέρια, να κλαίει και να προσεύχεται στον Θεό για τα πεινασμένα παιδιά της. Τότε βγάζει από ταγάρι της ένα ψωμί και το έδωσε στο παιδί.
Όταν έφθασε στο σπίτι της η Ελένη, άνοιξε το ταγάρι για να βγάλει τα λίγα πράγματα που είχαν μείνει. Τότε βλέπει με θαυμασμό και χαρά, ότι τα ψωμιά δεν λιγόστεψαν, αλλά παρέμεναν 8 τόσα, όσα της είχαν δώσει από την Μονή. Πάραυτα, εκείνη επίστρεψε στην Μονή, έπεσε στα πόδια του Γέροντα και με δάκρυα τον ευχαρίστησε και του διηγήθηκε αυτό το μεγάλο θαύμα.