Από μικρή η Ντανιέλα ήταν πολύ κοντά στο Θεό. Γι’ αυτό και ο άθεος πατέρας της τη μάλωνε πολύ σκληρά:
Που ήσουν; Όλη μέρα στην Εκκλησία πας με τους παπάδες σου; Τι σου προσφέρει ο Θεός;…
Η ίδια δεν έλεγε τίποτα. Μόνο δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της. Τη νύκτα προσευχόταν πολλές ώρες. Τα αδέλφια της επίσης της φώναζαν:
Τι σου δίνει ο Θεός; Τι μας ζαλίζεις με τους παπάδες σου; Τι σου δίνει η πίστη σου;
Όταν τελείωσε το Πανεπιστήμιο, πήγε σε Μοναστήρι. Ο πατέρας της την έψαχνε για πολύ καιρό και, αφού τη βρήκε και την έφερε στο σπίτι, τη χτύπησε φρικτά. Για δεύτερη φορά εκείνη έφυγε από το σπίτι για ν’ αφιερωθεί στο Θεό. Αλλά και πάλι ο πατέρας της τη βρήκε, τη χτύπησε, της ξέσχισε το ράσο, της έβγαλε από το λαιμό το Σταυρό και της πήρε όλες τις Εικόνες και τα βιβλία της. Τότε εκείνη του είπε: «Καλά, μου τα πήρες όλα, αλλά την ψυχή δεν μπορείς να μου την πάρεις!»
Βλέποντας ο πατέρας της ότι δεν μπορεί να την κάνει να παρεκκλίνει από την Ορθόδοξη Πίστη και ζωή, σε συνεννόηση με κάποιους γιατρούς, τη στιγμάτισαν με τη διάγνωση της ψυχασθενούς και την ανάγκασαν να παίρνει ψυχοφάρμακα εφ’ όρου ζωής!
Τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής της τα πέρασε στο Νοσοκομείο με σωληνάκια στη μύτη, αφού την έφεραν σε κατάσταση παραλυσίας, οι λεγόμενοι εκείνοι γιατροί και το οικογενειακό της περιβάλλον. Έτσι βασανισμένη και πληγωμένη παρέδωσε το πνεύμα της σ’ Εκείνον, που τόσο πολύ είχε αγαπήσει, αφού έδωσε την μαρτυρία της αγάπης της στο Χριστό, όχι μόνο στο σπίτι της, αλλά και στο σχολείο και γενικά στον κόσμο.
Η χριστιανή εκείνη νέα βοηθούσε τους συμμαθητές της στα μαθήματα και όταν ήταν φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο στήριζε πολυτρόπως και βοηθούσε πολλούς από τους συμφοιτητές της. Μία γερόντισσα ξεχασμένη και παράλυτη, βρήκε παρηγοριά και ανακούφιση από την περιποίηση εκείνης της ευλογημένης νέας, αφού την έπλενε, την ταΐζε, της τραγουδούσε και της διάβαζε για να δώσει χαρά στην ψυχή της.
Αν ζούσε στην σημερινή εποχή μας η σύγχρονη αυτή Μυροφόρα και νεομάρτυρα του Χριστού, η ψυχή της θα πάλονταν από χαρά και θα σκιρτούσε από αγαλλίαση, βλέποντας τις αναρίθμητες νέες και νέους οι οποίοι πάνω από κάθε άλλο αγαπούν τον Χριστό, τον ομολογούν καθημερινά με τη ζωή και τα έργα τους, αντιστέκονται στις προσκλήσεις και προκλήσεις του κόσμου και καταθέτουν το προσωπικό τους μαρτύριο και την προσωπική τους μαρτυρία όπου και όταν χρειασθεί.
Αντίθετα, η ψυχή της θα πονούσε πολύ και τα μάτια της θα έρεαν δάκρυα για όλους εκείνους που τόσο εύκολα τον αφήνουν, τον προδίδουν, τον υβρίζουν και τον περιφρονούν, με την αιτιολογία ότι η πρόοδος, η μόρφωση και η κουλτούρα δεν συμβαδίζουν με την πίστη και την θρησκευτικότητα .
Εκείνη, θα τους απαντούσε ευθαρσώς μέσα από την προσωπική της πείρα και ζωή, ότι, ο Χριστός είναι η πρόοδος, ο Χριστός είναι η προκοπή, ο Χριστός είναι το φώς, ο Χριστός είναι η αλήθεια, η ευτυχία, η χαρά. Εκείνη θα επαναλάμβανε προς αυτούς αλλά και προς όλους μας τα αθάνατα λόγια με τα οποία απάντησε στον τύραννο πατέρα της. Αδέλφια μου, όλα αν σας τα πάρουν, τον Χριστό και την ψυχή δεν μπορούν να σας πειράξουν.
Ας έχομε την αγάπη και την πρεσβεία της.