Είχε η κυρά Σοφία ένα γιο τον Μανωλιό. Χήρα πολύ ευλαβής και ενάρετη. Τον πάντρεψε το γιό της με μια καλή κοπέλα και έκαναν ένα μωρό. Ήρθε η ώρα που ο γιός της ο Μανωλιός μπάρκαρε στα βαπόρια αφού το επάγγελμά του ήταν ναυτικός.
Στο νησί μείνανε η δύο γυναίκες με το μωρό. Στο χωριό είχε καλό όνομα η κυρά Σοφία. Δουλεύτρα και πλύστρα σε όλα τα δύσκολα χρόνια, αλλά πολύ αξιοπρεπείς. Κάποια μέρα ήρθε στο σπίτι τους ένας μαραγκός για να επισκευάσει το φθαρμένο πάτωμα. Αυτός κοροϊδεψε την νύφη της και την ατίμασε.
Πέρασαν μήνες και όταν η νύφη κατάλαβε ότι κυοφορούσε μωρό με τον ξένο, το έκρυβε, αλλά οι λογισμοί δεν την άφηναν να ησυχάσει και αποφάσισε να φαρμακωθεί, να δώσει τέρμα στην ζωή της. Όταν η πεθερά εντόπισε την κατάσταση και κατάλαβε τι είχε στο μυαλό της αποφασίσει να κάμει, της φώναξε δυνατά. « Τι κάνεις μωρέ εκεί» και έμαθε την αλήθεια. Σαμάτα, υπάρχει λύση κόρη μου. Θα μείνεις μέσα μέχρι να γεννήσεις και έχει ο Θεός.
Έτσι της είπε η πεθερά και η νύφη κρύφτηκε από τον κόσμο και διαδόθηκε στο χωριό ότι είναι χτικιάρα. Ένα βράδυ γέννησε μόνη της στο σπίτι με την πεθερά και η πεθερά σκαρφίστηκε να βάλει το μωρό σε ένα καλάθι έξω από την πόρτα, ότι τάχα το άφησε κάποια στο κατώφλι τους. Ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα και η πεθερά με δυνατές φωνές για να ακουστεί στην γειτονιά, φώναζε.« Παναγία μου, τι δώρο είναι αυτό! Καλοδεχούμενο Θεέ μου».
Ήρθαν από τις φωνές οι χωριανοί και η κυρά Σοφία συνέχισε να φωνάζει. «Αφού το αφήσανε σε μας, εμείς θα το μεγαλώσουμε». Όταν το είδε όλο το χωριό, το πήραν μέσα και κρυφά το βύζαινε η νύφη. Πέρασε ο καιρός και επέστρεψε ο Μανωλιός από τα βαπόρια. «Τι είναι αυτό, ρώτησε για το μωρό.» «Αυτό γιέ μου το άφησαν στο κατώφλι μας, κι εμείς το πήραμε και το μεγαλώνουμε , απ’ το Θεό είναι γιέ μου» και το μεγάλωσαν σαν παιδί τους.
Πέρασαν τα χρόνια. Η κυρά Σοφία κοιμήθηκε και στα τρία χρόνια τις έκαμαν ανακομιδή. Άνοιξαν το μνήμα και ευωδίασε ο τόπος. Θαύμασαν όλοι. Αγία !!! είπαν, παντού ευωδία ουράνια. Τότε έπεσε στα γόνατα η νύφη και έκλαψε. Θα σου πω κάτι, είπε στον άνδρα της και του εξιστόρησε όλη την αλήθεια. Εκείνος της είπε. Αφού σε συγχώρησε η μάνα μου μπορώ εγώ να μη σε συγχωρήσω; Ήταν ξέρετε παιδί της μάνας του.