Κάποιος, στο δρόμο που περπατούσε, συναντά ένα κουλουρά με τα κουλούρια του στο χέρι. Πόσο έχει το κουλούρι τον ρωτά. Και ο κουλουράς του απαντά. Ογδόντα λεπτά παλικάρι μου. Βάλε μου σε παρακαλώ 99 κουλούρια. Να πάρε όλο το καλάθι όπως είναι, έχει μέσα εκατό. Μωρέ μπάρμπα, για να τα ξεφορτωθείς εσύ θα τα φορτώσεις σε μένα, τι θα τα κάμω τόσα κουλούρια.
Πήγε κάποιος στο ιερέα της Ενορίας του για να κλείσει την βάπτιση του παιδιού του. Ο ιερέας μετά από όλα τα διαδικαστικά ρωτά τον πατέρα, πως θα το ονομάσουμε; Και εκείνος, αφού είχε πάρει την απόφαση του απαντά. Κουτούτο θα το πούμε γέροντα. Μα βρε παιδί μου, αυτό δεν είναι χριστιανικό όνομα. Πως δεν είναι, εγώ που παρ’ όλο που δεν ξέρω πολλά γράμματα κάθε που θάρθω στην εκκλησία ακούω και τον μνημονεύεις« υπέρ του Αγίου Κουτούτου», και ιερέας κατάλαβε και εξήγησε στον άνθρωπο ότι λέμε για τον Άγιο οίκο τούτο, δηλαδή τον ναό και όχι για κάποιο Άγιο.